γαλακτόμετρο(ν)

γαλακτόμετρο(ν)
το галактометр, лактометр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γαλακτόμετρο(ν)" в других словарях:

  • γαλακτόμετρο — το το γαλακτοαραιόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα ( κτος) + μέτρο πρβλ. αγγλ. galactometer (< γάλα, κτος + μέτρον), lactometer (νόθο σύνθ. < λατ. lac, lactis + μέτρον). Η λ. γαλακτόμετρον μαρτυρείται από το 1848 στον Ξαβέριο Λάνδερερ] …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»